νταλώνω

νταλώνω
1. προκαλώ ζάλη σε κάποιον, ζαλίζω κάποιον
2. μέσ. νταλώνομαι
πάσχω από σκοτοδίνη ή από ίλιγγο, ζαλίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐνταλώνω -ομαι «σκοτεινιάζω, ζαλίζομαι» με σίγηση τού αρχικού φωνήεντος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νταλοδέρνω — 1. χάνω τη σταθερότητα μου στο βάδισμα, τρικλίζω 2. παραδέρνω, βολοδέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. από συμφυρμό τών νταλώνω + δέρνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”